διακονιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακονιάρης οι διακονιάρηδες
διακονιαραίοι
      γενική του διακονιάρη των διακονιάρηδων
διακονιαραίων
    αιτιατική τον διακονιάρη τους διακονιάρηδες
διακονιαραίους
     κλητική διακονιάρη διακονιάρηδες
διακονιαραίοι
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακονιάρης < διακονιά + -άρης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðʝa.koˈɲa.ɾis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακονιάρης αρσενικό, διακονιάρα ή διακονιάρισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]