διακοποδάνειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακοποδάνειο τα διακοποδάνεια
      γενική του διακοποδάνειου
διακοποδανείου
των διακοποδάνειων
διακοποδανείων
    αιτιατική το διακοποδάνειο τα διακοποδάνεια
     κλητική διακοποδάνειο διακοποδάνεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακοποδάνειο < διακοπές + -ο- + δάνειο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακοποδάνειο ουδέτερο

  • δάνειο που χορηγείται, προκειμένου κάποιος να πάει διακοπές
    ※  Πριν από μερικά χρόνια όμως, οι τράπεζες είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για το ποια θα προλάβει να φορτώσει τον κόσμο με δάνεια για να τον κρατάει χρεωμένο. Έτσι, μετά τα στεγαστικά δάνεια, εφηύραν τα εορτοδάνεια και τα διακοποδάνεια και τηλεφωνούσαν στα σπίτια του κόσμου αλλά και στα κινητά για να του πουν ότι κέρδισε κάποιο εορτοδάνειο ή διακοποδάνειο. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]