διακοπτόμενη συνουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διακοπτόμενη συνουσία θηλυκό
- αντισυλληπτική πρακτική που συνίσταται στην έξοδο του πέους από τον κόλπο πριν την εκσπερμάτωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακοπτόμενη συνουσία