διακοσμήσεις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διακοσμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακοσμώ
- θα διακοσμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακοσμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διακοσμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακόσμηση