διακοσμήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διακοσμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακοσμώ
- θα διακοσμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακοσμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διακοσμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακόσμηση