διακτινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακτινισμός < διακτινίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακτινισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακτινίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διακτινίζω, διά και ακτίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακτινισμός
|