διακυβέρνησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακυβέρνησῐς αἱ διακυβερνήσεις
      γενική τῆς διακυβερνήσεως τῶν διακυβερνήσεων
      δοτική τῇ διακυβερνήσει ταῖς διακυβερνήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διακυβέρνησῐν τὰς διακυβερνήσεις
     κλητική ! διακυβέρνησῐ διακυβερνήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακυβερνήσει
γεν-δοτ τοῖν  διακυβερνησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακυβέρνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακυβερνέω / διακυβερνῶ, διακυβερνη- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακυβέρνησις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]