Μετάβαση στο περιεχόμενο

διακόπτης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακόπτης οι διακόπτες
      γενική του διακόπτη των διακοπτών
    αιτιατική τον διακόπτη τους διακόπτες
     κλητική διακόπτη διακόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακόπτης < διακόπτω
Λευκός διακόπτης ρεύματος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διακόπτης αρσενικό

  • (ηλεκτρολογία) εξάρτημα που διακόπτει ή αποκαθιστά τη συνέχεια ηλεκτρικού κυκλώματος και επομένως την κίνηση του ηλεκτρικού ρεύματος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]