διακόσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακόσια < αρχαία ελληνική, ουδέτερο του αριθμητικού επιθέτου διακόσιοι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðʝaˈko.sça/ και /ði̯aˈko.si̯a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κό‐σια
Αριθμητικό[επεξεργασία]
διακόσια και διακόσα
- απόλυτο αριθμητικό (200)· έπεται του εκατόν ενενήντα εννέα (199) και προηγείται του διακόσια ένα (201)