διαλαλητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαλαλητής οι διαλαλητές
      γενική του διαλαλητή των διαλαλητών
    αιτιατική τον διαλαλητή τους διαλαλητές
     κλητική διαλαλητή διαλαλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλαλητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαλαλητής αρσενικό

  1. αυτός που διαλαλεί κάτι, συνήθως για να προωθήσει ένα προϊόν
  2. (ειδικότερα) που διασπείρει φήμες
  3. (ειδικότερα) που διαδίδει μυστικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]