διαλαμβάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλαμβάνω < αρχαία ελληνική διαλαμβάνω < διά + λαμβάνω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαλαμβάνω
- (λόγιο) λέω, αναφέρω, πραγματεύομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλαμβάνω
|