διαλαμβανόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διαλαμβανόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διαλαμβάνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλαμβανόμενος
|