διαλεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλέγω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαλεγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν διαλέξει
- μπορείς να φας τα φρούτα χωρίς φόβο, είναι όλα διαλεγμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλεγμένος
|