διαλειτουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλειτουργώ < δια- + λειτουργώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoperate)

Ρήμα[επεξεργασία]

διαλειτουργώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]