διαλλακτικώς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαλλακτικώς < διαλλακτικός + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]διαλλακτικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του διαλλακτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαλλακτικώς
|