διαλλακτικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλλακτικώς < διαλλακτικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαλλακτικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του διαλλακτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλλακτικώς
|