διαλογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλογικός < διάλογ(ος) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαλογικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλογικός
|
διαλογικός, -ή, -ό
|