διαλογισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαλογισμός < αρχαία ελληνική διαλογισμός < διαλογίζομαι < διά + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαλογισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαλογίζομαι
- ※ Οι συγγραφείς ερευνούν και γράφουν για τον ονειροχρόνο και την ονειρική γεωγραφία, τους ονειροναύτες, το συνειδητό ονείρεμα, το διαλογισμό του ονείρου, τα αρχέτυπα, τη δραματοθεραπεία, τα αποκαλυπτικά όνειρα, την ονειρική γιόγκα, την ονείρωξη, τους εφιάλτες κ.α (Ο μαγικός κόσμος των ονείρων, εκδ. Αρχέτυπο, 2023 )
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαλογισμός