διαλυστήρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλυστήρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαλυστήρα θηλυκό
- η χτένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλυστήρα
→ δείτε τη λέξη χτένα |