διαλύζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλύζω < διαλύω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαλύζω

  1. (παρωχημένο) διαλύω
  2. (παρωχημένο) εξηγώ, ξεδιαλύνω

Αναφορές[επεξεργασία]

  • "Άτακτα, ήγουν παντοδαπών εις την αρχαίαν και την νέαν ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων, και τινων άλλων υπομνημάτων αυτοσχέδιος συναγωγή", Τόμος δεύτερος, Εν Παρισίοις 1829, σελίδα 406