διαμαρτυρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμαρτυρώ < αρχαία ελληνική διαμαρτυρέω-διαμαρτυρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

διαμαρτυρώ

  • καταγγέλλω ότι κάτι (συνήθως γραμμάτιο, επιταγή, συναλλαγματική) είναι , μη έγκυρο, ακάλυπτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]