διαμείβομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμείβομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμείβομαι (ανταποδίδω) < αρχαία ελληνική διαμείβω (ανταλλάσσω)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε δι- < διά + ἀμείβω.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.aˈmi.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐μεί‐βο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
διαμείβομαι, αόρ.: διημείφθη, διημείφθησαν(γ' πρόσωπα) (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διαμειφθείς, διαμειφθείσα, διαμειφθέν (μετοχή παθητικού αορίστου)
- διαμειφθέντα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμείβομαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ διαμείβομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
διαμείβομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος διαμείβω
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)