διαμείβομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμείβομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμείβομαι (ανταποδίδω) < αρχαία ελληνική διαμείβω (ανταλλάσσω)[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε δι- < διά + ἀμείβω.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.aˈmi.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐μεί‐βο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διαμείβομαι, αόρ.: διημείφθη, διημείφθησαν(γ' πρόσωπα) αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαμειφθείς, διαμειφθείσα, διαμειφθέν (μετοχή παθητικού αορίστου)
- διαμειφθέντα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαμείβομαι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαμείβομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ διαμείβεται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διαμείβομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος διαμείβω
- ανταλλάσσομαι
- (ελληνιστική σημασία) ανταποδίδω
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα στην παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)