διαμερισματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμερισματικός η διαμερισματική το διαμερισματικό
      γενική του διαμερισματικού της διαμερισματικής του διαμερισματικού
    αιτιατική τον διαμερισματικό τη διαμερισματική το διαμερισματικό
     κλητική διαμερισματικέ διαμερισματική διαμερισματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμερισματικοί οι διαμερισματικές τα διαμερισματικά
      γενική των διαμερισματικών των διαμερισματικών των διαμερισματικών
    αιτιατική τους διαμερισματικούς τις διαμερισματικές τα διαμερισματικά
     κλητική διαμερισματικοί διαμερισματικές διαμερισματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμερισματικός < διαμέρισμα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διαμερισματικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]