διαμερισματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμερισματικός < διαμέρισμα + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαμερισματικός
- που έχει σχέση με διαμέρισμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμερισματικός
|