διαμερισματοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμερισματοποιώ < διαμέρισμα + -ποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
διαμερισματοποιώ
- διαχωρίζω ένα σύνολο σε επιμέρους τμήματα ή μερίσματα
- κατακερματίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμερισματοποιώ | διαμερισματοποιούσα | θα διαμερισματοποιώ | να διαμερισματοποιώ | διαμερισματοποιώντας | |
β' ενικ. | διαμερισματοποιείς | διαμερισματοποιούσες | θα διαμερισματοποιείς | να διαμερισματοποιείς | (διαμερισματοποίει) | |
γ' ενικ. | διαμερισματοποιεί | διαμερισματοποιούσε | θα διαμερισματοποιεί | να διαμερισματοποιεί | ||
α' πληθ. | διαμερισματοποιούμε | διαμερισματοποιούσαμε | θα διαμερισματοποιούμε | να διαμερισματοποιούμε | ||
β' πληθ. | διαμερισματοποιείτε | διαμερισματοποιούσατε | θα διαμερισματοποιείτε | να διαμερισματοποιείτε | διαμερισματοποιείτε | |
γ' πληθ. | διαμερισματοποιούν(ε) | διαμερισματοποιούσαν(ε) | θα διαμερισματοποιούν(ε) | να διαμερισματοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμερισματοποίησα | θα διαμερισματοποιήσω | να διαμερισματοποιήσω | διαμερισματοποιήσει | ||
β' ενικ. | διαμερισματοποίησες | θα διαμερισματοποιήσεις | να διαμερισματοποιήσεις | διαμερισματοποίησε | ||
γ' ενικ. | διαμερισματοποίησε | θα διαμερισματοποιήσει | να διαμερισματοποιήσει | |||
α' πληθ. | διαμερισματοποιήσαμε | θα διαμερισματοποιήσουμε | να διαμερισματοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | διαμερισματοποιήσατε | θα διαμερισματοποιήσετε | να διαμερισματοποιήσετε | διαμερισματοποιήστε | ||
γ' πληθ. | διαμερισματοποίησαν διαμερισματοποιήσαν(ε) |
θα διαμερισματοποιήσουν(ε) | να διαμερισματοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαμερισματοποιήσει | είχα διαμερισματοποιήσει | θα έχω διαμερισματοποιήσει | να έχω διαμερισματοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαμερισματοποιήσει | είχες διαμερισματοποιήσει | θα έχεις διαμερισματοποιήσει | να έχεις διαμερισματοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαμερισματοποιήσει | είχε διαμερισματοποιήσει | θα έχει διαμερισματοποιήσει | να έχει διαμερισματοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμερισματοποιήσει | είχαμε διαμερισματοποιήσει | θα έχουμε διαμερισματοποιήσει | να έχουμε διαμερισματοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαμερισματοποιήσει | είχατε διαμερισματοποιήσει | θα έχετε διαμερισματοποιήσει | να έχετε διαμερισματοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμερισματοποιήσει | είχαν διαμερισματοποιήσει | θα έχουν διαμερισματοποιήσει | να έχουν διαμερισματοποιήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμερισματοποιώ
|