διαμερισματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμερισματοποιώ < διαμέρισμα + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

διαμερισματοποιώ

  1. διαχωρίζω ένα σύνολο σε επιμέρους τμήματα ή μερίσματα
  2. κατακερματίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]