διαμεταγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμεταγωγή οι διαμεταγωγές
      γενική της διαμεταγωγής των διαμεταγωγών
    αιτιατική τη διαμεταγωγή τις διαμεταγωγές
     κλητική διαμεταγωγή διαμεταγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμεταγωγή < δια- + μεταγωγή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική throughput)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαμεταγωγή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]