διαμεταγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμεταγωγικός < διαμεταγωγή + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαμεταγωγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διαμεταγωγή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαμεταγωγή, μεταγωγή, μετάγω, μετά και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμεταγωγικός
|