διαμετακομίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμετακομίζω < δια- + μετακομίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transiter)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.me.ta.koˈmi.zo/ & /ðʝa.me.ta.koˈmi.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
διαμετακομίζω (παθητική φωνή: διαμετακομίζομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμετακομίζω | διαμετακόμιζα | θα διαμετακομίζω | να διαμετακομίζω | διαμετακομίζοντας | |
β' ενικ. | διαμετακομίζεις | διαμετακόμιζες | θα διαμετακομίζεις | να διαμετακομίζεις | διαμετακόμιζε | |
γ' ενικ. | διαμετακομίζει | διαμετακόμιζε | θα διαμετακομίζει | να διαμετακομίζει | ||
α' πληθ. | διαμετακομίζουμε | διαμετακομίζαμε | θα διαμετακομίζουμε | να διαμετακομίζουμε | ||
β' πληθ. | διαμετακομίζετε | διαμετακομίζατε | θα διαμετακομίζετε | να διαμετακομίζετε | διαμετακομίζετε | |
γ' πληθ. | διαμετακομίζουν(ε) | διαμετακόμιζαν διαμετακομίζαν(ε) |
θα διαμετακομίζουν(ε) | να διαμετακομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμετακόμισα | θα διαμετακομίσω | να διαμετακομίσω | διαμετακομίσει | ||
β' ενικ. | διαμετακόμισες | θα διαμετακομίσεις | να διαμετακομίσεις | διαμετακόμισε | ||
γ' ενικ. | διαμετακόμισε | θα διαμετακομίσει | να διαμετακομίσει | |||
α' πληθ. | διαμετακομίσαμε | θα διαμετακομίσουμε | να διαμετακομίσουμε | |||
β' πληθ. | διαμετακομίσατε | θα διαμετακομίσετε | να διαμετακομίσετε | διαμετακομίστε | ||
γ' πληθ. | διαμετακόμισαν διαμετακομίσαν(ε) |
θα διαμετακομίσουν(ε) | να διαμετακομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαμετακομίσει | είχα διαμετακομίσει | θα έχω διαμετακομίσει | να έχω διαμετακομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαμετακομίσει | είχες διαμετακομίσει | θα έχεις διαμετακομίσει | να έχεις διαμετακομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαμετακομίσει | είχε διαμετακομίσει | θα έχει διαμετακομίσει | να έχει διαμετακομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμετακομίσει | είχαμε διαμετακομίσει | θα έχουμε διαμετακομίσει | να έχουμε διαμετακομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαμετακομίσει | είχατε διαμετακομίσει | θα έχετε διαμετακομίσει | να έχετε διαμετακομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμετακομίσει | είχαν διαμετακομίσει | θα έχουν διαμετακομίσει | να έχουν διαμετακομίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμετακομίζω
|