διαμετρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμετρικά < διαμετρικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.me.tɾiˈka/ & /ðʝa.me.tɾiˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
διαμετρικά
- κατά διαμετρικό τρόπο, σε διαμετρικό τόπο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- διαμετρικά αντίθετος: έχοντας την ακριβώς αντίθετη άποψη ή στάση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμετρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαμετρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαμετρικός