διαμοίραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμοίραση | οι | διαμοιράσεις |
γενική | της | διαμοίρασης* | των | διαμοιράσεων |
αιτιατική | τη | διαμοίραση | τις | διαμοιράσεις |
κλητική | διαμοίραση | διαμοιράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμοιράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμοίραση < μεσαιωνική ελληνική διαμοίρασις < διαμοιράζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαμοίραση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμοιράζω