διαμοιρασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμοιρασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμοιράζω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαμοιρασμένος, -η, -ο
- που έχει διαμοιραστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμοιρασμένος
|