διαμονή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διανομή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμονή οι διαμονές
      γενική της διαμονής των διαμονών
    αιτιατική τη διαμονή τις διαμονές
     κλητική διαμονή διαμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμονή < αρχαία ελληνική διαμονή < διαμένω < διά + μένω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική résidence)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.moˈni/ & /ðʝa.moˈni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαμονή θηλυκό

  1. το να διαμένει κάποιος σε κάποιο μέρος
    Η διαμονή του στο νησί θα συνεχιστεί.
  2. ο τόπος κατοικίας κάποιου
    Ο τόπος διαμονής της παραμένει άγνωστος.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]