διαμονητήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.mo.niˈti.ɾi.os/ & /ðʝa.mo.niˈti.ɾi.os/
Επίθετο[επεξεργασία]
διαμονητήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με την διαμονή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) διαμονητήριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμονητήριος
|