διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής < διαμορφωτής + αποδιαμορφωτής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική modulator-demodulator
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής αρσενικό
- (πληροφορική) το μόντεμ