διαμφισβητώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαμφισβητῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμφισβητώ < αρχαία ελληνική διαμφισβητέω / διαμφισβητῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

διαμφισβητώ (παθητική φωνή: διαμφισβητούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]