διαμόλυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμόλυνση | οι | διαμολύνσεις |
γενική | της | διαμόλυνσης* | των | διαμολύνσεων |
αιτιατική | τη | διαμόλυνση | τις | διαμολύνσεις |
κλητική | διαμόλυνση | διαμολύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμολύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμόλυνση < δια- + μόλυνση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transfection)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαμόλυνση θηλυκό
- (ιατρική, νεολογισμός) η εισαγωγή ξένου DNA σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο, όπως συμβαίνει πχ όταν γειτνιάζουν καλλιέργειες συμβατικών φυτών με καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμόλυνση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)