διανεμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διανεμίζω < δια- + ανεμίζω < ελληνιστική κοινή ἀνεμίζω < αρχαία ελληνική ἄνεμος

Ρήμα[επεξεργασία]

διανεμίζω

  1. (παρωχημένο) διασκορπίζω στον άνεμο
  2. (παρωχημένο) λιχνίζω
  3. εκθέτω κάτι στον άνεμο, για να στεγνώσει ή να στραγγίσει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]