διανευρώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανευρώνας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανευρώνας αρσενικό
- (νευρολογία) διάμεσος, διαμεσολαβητικός νευρώνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανευρώνας