διανοήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανοήτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη διανοητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανοήτρια
|
διανοήτρια θηλυκό
|