διανοητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]διανοητικά < διανοητικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]διανοητικά
- ως προς τη διανοητική κατάσταση κάποιου
- είναι διανοητικά ασταθής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διανοητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διανοητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διανοητικό