διανοητικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διανοητικά < διανοητικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

διανοητικά

  1. ως προς τη διανοητική κατάσταση κάποιου
    είναι διανοητικά ασταθής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διανοητικά