διανυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανυμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διανύω
Μετοχή[επεξεργασία]
διανυμένος
- που έχει διανυθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανυμένος
|