διανυσματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανυσματικός < διάνυσμα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vectoriel)
Επίθετο[επεξεργασία]
διανυσματικός
- που έχει σχέση με το διάνυσμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διανύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανυσματικός
|