διανυσματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διανυσματικός η διανυσματική το διανυσματικό
      γενική του διανυσματικού της διανυσματικής του διανυσματικού
    αιτιατική τον διανυσματικό τη διανυσματική το διανυσματικό
     κλητική διανυσματικέ διανυσματική διανυσματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διανυσματικοί οι διανυσματικές τα διανυσματικά
      γενική των διανυσματικών των διανυσματικών των διανυσματικών
    αιτιατική τους διανυσματικούς τις διανυσματικές τα διανυσματικά
     κλητική διανυσματικοί διανυσματικές διανυσματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διανυσματικός < διάνυσμα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vectoriel)

Επίθετο[επεξεργασία]

διανυσματικός

  • που έχει σχέση με το διάνυσμα ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]