διαολεμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
διαολεμένη και διαβολεμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διαολεμένος
διαολεμένη και διαβολεμένη