διαπαιδαγωγημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπαιδαγωγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαπαιδαγωγώ
Μετοχή[επεξεργασία]
διαπαιδαγωγημένος, -η, -ο
- που έχει διαπαιδαγωγηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπαιδαγωγημένος
|