Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαπεραίωσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαπεραίωσῐς αἱ διαπεραιώσεις
      γενική τῆς διαπεραιώσεως τῶν διαπεραιώσεων
      δοτική τῇ διαπεραιώσει ταῖς διαπεραιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαπεραίωσῐν τὰς διαπεραιώσεις
     κλητική ! διαπεραίωσῐ διαπεραιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαπεραιώσει
γεν-δοτ τοῖν  διαπεραιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαπεραίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαπεραιόω / διαπεραιῶ + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαπεραίωσις, -εως θηλυκό