διαπερατότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαπερατότης < διαπερατ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαπερατότης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]