διαπιστώνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διαπιστώνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπιστώνω
- ↪ Έπεσε από τα σύννεφα διαπιστώνοντας ότι ο φίλος του έλεγε αλήθεια για τη γυναικα του.