διαπλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπλαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διαπλαστικός
- που αναφέρεται στη μόρφωση (απόδοση μορφής, εκπαιδευτικής ή μη), στη διαμόρφωση, διάπλαση της ύλης ή της προσωπικότητας κάποιου
- Τι περιθώρια διαπλαστικής παρεμβολής έχεις πάνω του; Πιστεύεις πως η σαγήνη είναι αρκετή για να τον μεταπείσει;
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπλαστικός
|