διαπλατυσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπλατυσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου διαπλατύνω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαπλατυσμένος, -η, -ο
- που έχει διαπλατυνθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπλατυσμένος
|