διαπλεκόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπλεκόμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαπλέκω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαπλεκόμενος -η -ο
- που διαπλέκεται, που είναι έμμεσα ή ύποπτα συχνά και παράνομα συνδεδεμένος με άλλους (λέξη με αρνητική χροιά)
- διαπλεκόμενα συμφέροντα