διαπλεύσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαπλεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπλέω
- θα διαπλεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπλέω