διαπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπλοκή < διαπλέκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαπλοκή θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η συνύφανση
- αόρατο πλέγμα συμφερόντων, η αλληλοσύνδεση συμφερόντων με σκοπό το παράνομο όφελος και την εξυπηρέτηση εκείνων που μετέχουν στο σχήμα αυτό
- στην πολιτική ο φαύλος κύκλος κυβερνώντων-τραπεζών-ΜΜΕ
- ↪ Οι κυβερνώντες νομοθετούν χαρίζοντας τα χρέη τραπεζών και συνεργαζομένων ΜΜΕ.
- ↪ Οι τράπεζες χορηγούν δάνεια σε συνεργαζόμενα ΜΜΕ και χρηματίζουν πολιτικούς μεμονωμένα αλλά και πολιτικά κόμματα.
- ↪ Τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν τον ρόλο της προπαγάνδας υπέρ των κυβερνητικών.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπλοκή