διαπλοκή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαπλοκή < διαπλέκω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαπλοκή θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η συνύφανση
- (διαφθορά) αόρατο πλέγμα συμφερόντων, η αλληλοσύνδεση συμφερόντων με σκοπό το παράνομο όφελος και την εξυπηρέτηση εκείνων που μετέχουν στο σχήμα αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαπλοκή