διαπομπευόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διαπομπευόμενος, -η, -ο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπομπεύω
- ↪ Κάποιοι πρέπει να ένοιωσαν απίστευτη ικανοποίηση βλέποντας τον πάλαι ποτέ ευθυτενή «άνθρωπο του προέδρου» να οδηγείται στις φυλακές του Κορυδαλλού, γερασμένος, κουρασμένος και διαπομπευόμενος.
- ※ Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά. Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις. (Γκίντερ Γκρας, για την Ελλάδα του μνημονίου)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διαπομπευόμενος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπομπεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπομπευόμενος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Μετοχές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)